- καπνοκοπτήριο
- και καπνοκοφτήριο, τοεργοστάσιο κοπής φύλλων καπνού.[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + κοπτήριο (πρβλ. καφεκοπτήριο). Η λ., στον λόγιο τ. καπνοκοπτήριον, μαρτυρείται στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος (έναρξη εκδόσεως 1833)].
Dictionary of Greek. 2013.